Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Στέφανος Διαμαντής – Χαρίκλεια Περλέρου – Βασίλης Χριστόπουλος– Γιώργος Τζίρος Θ., Βιολογική καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς: Ένα έργο που διέσωσε την καστανιά του Αγίου Όρους / Stephanos Diamandis – Charikleia Perlerou – Vasilis Christopoulos – Georgios Th. Tziros, Biological control of chestnut blight: The project which saved the chestnut coppice forests of Mount Athos (10.12.2016)


Διαμαντής Στέφανος, Δασολόγος-Φυτοπαθολόγος, Τακτικός ερευνητής – Περλέρου Χαρίκλεια, Δασολόγος – Χριστόπουλος Βασίλης, Δασολόγος –  Τζίρος Θ. Γιώργος, Γεωπόνος - Φυτοπαθολόγος MSc

Βιολογική καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς: Ένα έργο που διέσωσε την καστανιά του Αγίου Όρους

1ο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο της Αγιορειτικής Εστίας. Παρασκευή 9 και Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016, στο αμφιθέατρο Στέφανος Δραγούμης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

1st International Scientific Workshop of the Mount Athos Center. Friday 9 and Saturday 10 December 2016, at the Stefanos Dragoumis amphitheater (Thessaloniki, Museum of Byzantine Culture).

Περίληψη
Το έλκος της καστανιάς που προκαλείται από τον μύκητα Cryphonectria parasitica
αποτελεί την πλέον καταστρεπτική ασθένεια της καστανιάς στην Ελλάδα αλλά και
παγκόσμια. Η ασθένεια αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος το 1988 όπου
επεκτάθηκε ταχύτατα πιθανόν λόγω της έντονης διαχείρισης των καστανοδασών για
παραγωγή ξυλείας. Η βιολογική καταπολέμηση αποτελεί τη μοναδική μέθοδο
αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ασθένειας βασίζεται δε στη χρήση υπομολυσματικών
στελεχών του μύκητα. Η υπομολυσματικότητα προκαλείται από προσβολή του μύκητα
από ιούς με διπλή περιέλιξη RNA του γένους Hypovirus . Τα παθογόνα, μολυσματικά
στελέχη του μύκητα μετατρέπονται σε υποπαθογόνα όταν έρχονται σε επαφή υπό την
προϋπόθεση ότι όλα ανήκουν στον ίδιο τύπο βλαστικής συμβατότητας. Ένα έργο
τεχνητής εισαγωγής υποπαθογόνων στελεχών του μύκητα C. parasitica υλοποιήθηκε στα
70.000 στρέμ. καστανοδασών του Αγίου Όρους την περίοδο 1998-2000 όπου 100
περίπου δέντρα ανά εκτάριο εμβολιάστηκαν με κατάλληλη μυκητική πάστα που
παρασκευάσθηκε στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών.
Δύο εκτεταμένες αξιολογήσεις του έργου που στόχευαν στον έλεγχο της εγκατάστασης
και διασποράς των παθογόνων στελεχών πραγματοποιήθηκαν το 2008 και 2012. Τα
αποτελέσματα έδειξαν ότι η υπομολυσματικότητα έφθασε σε ποσοστό 25,0 έως 73,3%
και από 20,0 έως 54,5% στις αξιολογήσεις του 2008 και 2012 αντίστοιχα. Το έργο είχε
επιτυχή έκβαση καθόσον επιτεύχθηκε και η εγκατάσταση των υποπαθογόνων στελεχών
του μύκητα αλλά και η διασπορά από τα εμβολιασμένα στα υπόλοιπα ασθενή δέντρα. Αν
και τα ποσοστά υπομολυσματικότητας είναι χαμηλότερα κατά τη δεύτερη αξιολόγηση εν
τούτοις αποκαλύπτουν ότι οι ιοί Hypovirus συνεχίζουν να ελαττώνουν τον πληθυσμό του
παθογόνου μύκητα. Νεαρά πρεμνοβλαστήματα σε πρόσφατα υλοτομηθέντα Δασικά
Τμήματα πιθανόν να προσβάλλονται από παθογόνα στελέχη, όμως αυτά γρήγορα
μετατρέπονται σε υποπαθογόνα. Σημαντικό και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό είναι το
γεγονός ότι πλέον δεν παρατηρούνται νέα, νεκρά δέντρα. Η διαχείριση των πρεμνοφυών
καστανοδασών του Αγίου Όρους μπορεί πλέον να γίνεται σύμφωνα με την πολύχρονη,
παραδοσιακή τεχνική.

Summary
Chestnut blight caused by Cryphonectria parasitica is the most destructive disease of chestnut in Greece and worldwide. The disease was first reported in Mount Athos in 1988 and spread rapidly along the Peninsula, probably because of the intensive management of the forest for timber production. Biological control is the only effective method for the control of the disease and it is based on the use of hypovirulent strains of the fungus. Hypovirulence is due to infection of the blight fungus iby viruses of the genus Hypovirus with double stranded RNA (dsRNA). The vir~lent strains of C. parasitica are converted to hypovirulent, taking into account the local vegetative compatibility (vc) types of the pathogen. Such a project of artificially introduced hypovirulence has been implemented in the 7,000 ha of coppice forest of Mount Athos in three consecutive years (1998-2000) by inoculating ea. 100 trees/ha with compatible hypovirulent paste. Two extensive evaluations aiming to determine the establishment and dissemination ofhypovirulence were conducted in 2008 and 2012. The results showed that hypovirulence occurred from 25 to 73.3% and from 20 to 54.5% in 2008 and in 2012 respectively. The results revealed that the project was successful because the establishment and the spread of hypovirulence was found along the entire Peninsula. Although the percentages of hypovirulence are slightly lower in the second evaluation, it is obvious that the Hypovirus is still present in the fungal population. Young sprouts in freshly cut forest compartments may be infected by the virulent strain of the fungus, however, these cankers are soon converted into healing ones. Furthermore, a crucial and encouraging observation was that no dead trees were detected in any of the sampling plots. Management of chestnut coppice forests in Mount Athos can be implemented once again using the traditional method. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου